σύννους: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(nl)
(1b)
Line 13: Line 13:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σύννους -ουν, ook zonder contr. σύννοος -οον [σύν, νοῦς] peinzend:. σύννους... πρὸς ἑαυτῷ in gedachten verzonken Plut. Them. 3.4. ernstig:; ἀπὸ μὲν προσώπου σύννουν ernstig van gelaatsuitdrukking Hp. Med. 1; bezonnen:. ἐποίησε... σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆξ πολιορκίας dit maakte dat hij bij zinnen kwam en het beleg opgaf Aristot. Pol. 1267a36.
|elnltext=σύννους -ουν, ook zonder contr. σύννοος -οον [σύν, νοῦς] peinzend:. σύννους... πρὸς ἑαυτῷ in gedachten verzonken Plut. Them. 3.4. ernstig:; ἀπὸ μὲν προσώπου σύννουν ernstig van gelaatsuitdrukking Hp. Med. 1; bezonnen:. ἐποίησε... σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆξ πολιορκίας dit maakte dat hij bij zinnen kwam en het beleg opgaf Aristot. Pol. 1267a36.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σύν-νους, ουν,<br /><b class="num">1.</b> in [[deep]] [[thought]], [[thoughtful]], Isocr.<br /><b class="num">2.</b> [[thoughtful]], [[circumspect]], Arist.
}}
}}

Revision as of 01:35, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1028] zsgz. = σύννοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύννοος.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ, και σύννοος, -οον, Α
1. βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος
2. σκυθρωπός, κατηφής, στενοχωρημένος
αρχ.
γεμάτος έγνοιες, ανήσυχος («ταῡτα δ' εἰπὼν ἐποίησε τὸν Αὐτοφραδάτην σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νους/-νοος (< νόος /νους), πρβλ. ὑπέρ-νους].

Russian (Dvoretsky)

σύννους: стяж. = σύννοος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύννους -ουν, ook zonder contr. σύννοος -οον [σύν, νοῦς] peinzend:. σύννους... πρὸς ἑαυτῷ in gedachten verzonken Plut. Them. 3.4. ernstig:; ἀπὸ μὲν προσώπου σύννουν ernstig van gelaatsuitdrukking Hp. Med. 1; bezonnen:. ἐποίησε... σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆξ πολιορκίας dit maakte dat hij bij zinnen kwam en het beleg opgaf Aristot. Pol. 1267a36.

Middle Liddell

σύν-νους, ουν,
1. in deep thought, thoughtful, Isocr.
2. thoughtful, circumspect, Arist.