συντεταγμένως: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συντεταγμένως:''' согласованно, единодушно (λέγειν περί τινος Plat.).
|elrutext='''συντεταγμένως:''' согласованно, единодушно (λέγειν περί τινος Plat.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[adverb from [[part]]. perf. [[pass]]. of [[συντάσσω]]<br />in set terms, Plat.
}}
}}

Revision as of 01:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεταγμένως Medium diacritics: συντεταγμένως Low diacritics: συντεταγμένως Capitals: ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: syntetagménōs Transliteration B: syntetagmenōs Transliteration C: syntetagmenos Beta Code: suntetagme/nws

English (LSJ)

Adv., (συντάσσω)

   A in set terms: v. sq.

Greek (Liddell-Scott)

συντεταγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συντάσσω, ἐν τάξει, συμπεφωνημένως κατὰ συμπεφωνημένου ὅρους, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σελ. 105, ἔκδ. Mil., Ἀγ. Ἐπιφαν. ἅπαντα τ. ΙΙ, σελ. 130, Λεόντιος ἐν Spicil. Rom. Mai. τ. Χ, σ. 28 τοῦ β΄ μέρους, ἴδε τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

adv.
en ordre, d’une manière convenue.
Étymologie: de συντεταγμένος part. pf. Pass. de συντάσσω.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με συμφωνημένους όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντεταγμένος του συντάσσω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

συντεταγμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντάσσω, με καθορισμένους, συμπεφωνημένους όρους, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συντεταγμένως: согласованно, единодушно (λέγειν περί τινος Plat.).

Middle Liddell

[adverb from part. perf. pass. of συντάσσω
in set terms, Plat.