τανύσφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τᾰνύσφῠρος:''' с длинными лодыжками, т. е. со стройными ногами ([[θυγάτηρ]] HH; Ὠκεανῖναι Hes.).
|elrutext='''τᾰνύσφῠρος:''' с длинными лодыжками, т. е. со стройными ногами ([[θυγάτηρ]] HH; Ὠκεανῖναι Hes.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰνύ-σφῠρος, ον, [[τανύω]], [[σφυρόν]]<br />with [[taper]] ancles, Hes.
}}
}}

Revision as of 01:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύσφῠρος Medium diacritics: τανύσφυρος Low diacritics: τανύσφυρος Capitals: ΤΑΝΥΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: tanýsphyros Transliteration B: tanysphyros Transliteration C: tanysfyros Beta Code: tanu/sfuros

English (LSJ)

ον,

   A with long taper ankles or feet, θυγάτηρ h.Cer.2, cf. 77; Ὠκεανῖναι Hes.Th.364, cf. Sc.35.

German (Pape)

[Seite 1068] mit gestreckten, langen, dünnen Knöcheln od. schlanksüßig; θυγάτηρ, παῖς, H. h. Cer. 2. 77, Ὠκεανῖναι, Hes. Th. 364, vgl. Sc. 35; Simmi. ov.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύσφῠρος: -ον, ὁ ἔχων εὐμήκεις (καλοκαμωμένους) πόδας, καλλίσφυρος, θυγάτηρ, παῖς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 2. 7· Ὠκεανῖναι Ἡσ. Θ. 364, πρβλ. Ἀσπ. Ἡρ. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux chevilles allongées, aux jambes fines.
Étymologie: τανύω, σφυρόν.

Greek Monolingual

και τανίσφυρος, -ον, Α
αυτός που έχει μακριά και λεπτά σφυρά ή μακριά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + -σφυρος (< σφυρόν «πόδι»), πρβλ. λευχό-σφνρος. Ο τ. τανίσφυρος έχει σχηματιστεί είτε κατά το καλλί-σφυρος, είτε με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -υ- σε -ι-].

Greek Monotonic

τᾰνύσφῠρος: -ον (τανύω, σφυρόν), αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύσφῠρος: с длинными лодыжками, т. е. со стройными ногами (θυγάτηρ HH; Ὠκεανῖναι Hes.).

Middle Liddell

τᾰνύ-σφῠρος, ον, τανύω, σφυρόν
with taper ancles, Hes.