τριταγωνιστέω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
mNo edit summary
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τριταγωνιστέω [τριταγωνιστής] tritagonist spelen.
|elnltext=τριταγωνιστέω [τριταγωνιστής] tritagonist spelen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρῐτᾰγωνιστέω, fut. -ήσω<br />to be a [[τριταγωνιστής]], Dem. [from τρῐτᾰγωνιστής]
}}
}}

Revision as of 01:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐτᾰγωνιστέω Medium diacritics: τριταγωνιστέω Low diacritics: τριταγωνιστέω Capitals: ΤΡΙΤΑΓΩΝΙΣΤΕΩ
Transliteration A: tritagōnistéō Transliteration B: tritagōnisteō Transliteration C: tritagonisteo Beta Code: tritagwniste/w

English (LSJ)

   A to be a τριταγωνιστής, D.18.262, 265, etc.; τ. τινί play the third part to another, Plu.2.840a.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτᾰγωνιστέω: εἶμαι τριταγωνιστής, Δημ. 314. 12· ἐτριταγωνίστεις, ἐγὼ δὲ ἐθεώρουν 315. 18, κλπ.· τριταγωνιστῶν Ἀριστοδήμῳ ἐν τοῖς Διονυσίοις διετέλει Πλούτ. 2. 840Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
jouer les rôles de troisième ordre.
Étymologie: τριταγωνιστής.

Greek Monotonic

τρῐτᾰγωνιστέω: μέλ. τριταγωνιστήσω, είμαι τριταγωνιστής, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτᾰγωνιστέω: играть третьестепенную роль Dem.: τ. τινι Plut. играть третью роль в чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριταγωνιστέω [τριταγωνιστής] tritagonist spelen.

Middle Liddell

τρῐτᾰγωνιστέω, fut. -ήσω
to be a τριταγωνιστής, Dem. [from τρῐτᾰγωνιστής]