ὑδατοπότης: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑδᾰτοπότης:''' ὁ, αυτός που πίνει [[νερό]], [[πότης]] νερού.
|lsmtext='''ὑδᾰτοπότης:''' ὁ, αυτός που πίνει [[νερό]], [[πότης]] νερού.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑδᾰτο-[[πότης]], ου, ὁ,<br />a [[water]]-drinker.
}}
}}

Revision as of 02:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰτοπότης Medium diacritics: ὑδατοπότης Low diacritics: υδατοπότης Capitals: ΥΔΑΤΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: hydatopótēs Transliteration B: hydatopotēs Transliteration C: ydatopotis Beta Code: u(datopo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A water-drinker, Phryn.Com.69; cf. ὑδροπότης.

German (Pape)

[Seite 1172] ὁ, der Wassertrinker, Ath. II, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδᾰτοπότης: ὁ, ὁ πίνων ὕδωρ, ἴδε ὑδροπότης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
buveur d’eau.
Étymologie: ὕδωρ, πίνω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο υδροπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. οινο-πότης.

Greek Monotonic

ὑδᾰτοπότης: ὁ, αυτός που πίνει νερό, πότης νερού.

Middle Liddell

ὑδᾰτο-πότης, ου, ὁ,
a water-drinker.