ὑλακόμωρος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑλᾰκόμωρος:''' (ῡ in [[arsi]]) [[ὑλακή]] + -μωρος в знач. «славный», «известный»] беспрестанно или громко лающий (эпитет собаки) Hom.
|elrutext='''ὑλᾰκόμωρος:''' (ῡ in [[arsi]]) [[ὑλακή]] + -μωρος в знач. «славный», «известный»] беспрестанно или громко лающий (эпитет собаки) Hom.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑλᾰκό-μωρος, ον,<br />[[always]] barking, [[still]] howling or yelling, Od.
}}
}}

Revision as of 02:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλᾰκόμωρος Medium diacritics: ὑλακόμωρος Low diacritics: υλακόμωρος Capitals: ΥΛΑΚΟΜΩΡΟΣ
Transliteration A: hylakómōros Transliteration B: hylakomōros Transliteration C: ylakomoros Beta Code: u(lako/mwros

English (LSJ)

ον,

   A always barking, howling, κύνες Od.14.29, 16.4; μόθον ὑ. Nonn.D.36.197. (For the ending -μωρος, cf. ἐγχεσίμωρος, ἰόμωροι, σινάμωρος.) [ῡ in dact. verse.]

German (Pape)

[Seite 1176] immer, gewöhnlich bellend, κύνες, Od. 14, 29. 16, 4. Ueber die Ableitung s. ἐγχεσίμωρος. – [Υ in der Vershebung lang.]

Greek (Liddell-Scott)

ὑλᾰκόμωρος: -ον, ὁ ὑλακτικός, ὁ συνεχῶς, διαρκῶς ὑλακτῶν, βαΰζων, γαυγύζων, κύνες Ὀδ. Ξ. 29 (ἔνθα ἴδε Εὐστάθ. καὶ Σχολιαστ.), Π. 4· μόθον ὑλ. Νόνν. 36. 197. (Περὶ τῆς ἀμφιβόλου καταλήξεως -μωρος, ἴδε ἰόμωρος). [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne cesse d’aboyer.
Étymologie: ὑλακή, μωρός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που διαρκώς γαβγίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακή «γάβγισμα», τ. σχηματισμένος πιθ. χάριν αστεϊσμού κατά τα ἐγχεσί- μωρο, ἰό-μωροι].

Greek Monotonic

ὑλᾰκόμωρος: -ον, αυτός που συνεχώς γαυγίζει, αυτός που ουρλιάζει ή κραυγάζει, σκούζει, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑλᾰκόμωρος: (ῡ in arsi) ὑλακή + -μωρος в знач. «славный», «известный»] беспрестанно или громко лающий (эпитет собаки) Hom.

Middle Liddell

ὑλᾰκό-μωρος, ον,
always barking, still howling or yelling, Od.