φιλαναγνώστης: Difference between revisions

From LSJ

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλαναγνώστης:''' ου ὁ любитель чтения Plut.
|elrutext='''φιλαναγνώστης:''' ου ὁ любитель чтения Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλ-ᾰναγνώστης, ου, ὁ,<br />[[fond]] of [[reading]], Plut.
}}
}}

Revision as of 02:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλαναγνώστης Medium diacritics: φιλαναγνώστης Low diacritics: φιλαναγνώστης Capitals: ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Transliteration A: philanagnṓstēs Transliteration B: philanagnōstēs Transliteration C: filanagnostis Beta Code: filanagnw/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fond of reading, Plu.Alex.8.

German (Pape)

[Seite 1274] ὁ, das Lesen liebend, Freund des Lesens, Plut. Alex. 8.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰναγνώστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀνάγνωσιν, Πλουτ. Ἀλεξ. 8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime la lecture.
Étymologie: φίλος, ἀναγνώστης.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. φιλαναγνώοτρια Ν
αυτός που του αρέσει η ανάγνωση, το διάβασμα («ἦν δὲ φύσει φιλόλογος... καὶ φιλαναγνώστης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀναγνώστης.

Greek Monotonic

φῐλᾰνᾱγνώστης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπά το διάβασμα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλαναγνώστης: ου ὁ любитель чтения Plut.

Middle Liddell

φῐλ-ᾰναγνώστης, ου, ὁ,
fond of reading, Plut.