φιλοποίμνιος: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
(4b)
(1b)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλοποίμνιος:''' любящий, т. е. заботливо охраняющий стадо ([[κύων]] Theocr.).
|elrutext='''φιλοποίμνιος:''' любящий, т. е. заботливо охраняющий стадо ([[κύων]] Theocr.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-[[ποίμνιος]], ον, [[ποίμνη]]<br />[[loving]] the [[flock]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 02:25, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1283] die Heerde liebend, κύων, Theocr. 5, 106.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοποίμνιος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ποίμνιον, κύων φιλοποίμνιος Θεόκρ. 5. 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami des troupeaux.
Étymologie: φίλος, ποίμνιον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά το ποίμνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ποίμνιος (< ποίμνη «κοπάδι προβάτων»)].

Greek Monotonic

φῐλοποίμνιος: -ον (ποίμνη), αυτός που αγαπά το ποίμνιο (πλήθος πιστών), σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοποίμνιος: любящий, т. е. заботливо охраняющий стадо (κύων Theocr.).

Middle Liddell

φῐλο-ποίμνιος, ον, ποίμνη
loving the flock, Theocr.