φορολόγος: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φορολόγος:''' ὁ сборщик податей Plut. | |elrutext='''φορολόγος:''' ὁ сборщик податей Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=φορο-[[λόγος]], ον, [[λέγω]]<br />levying [[tribute]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:29, 10 January 2019
English (LSJ)
(parox.), ὁ,
A tax-gatherer, PPetr.3p.304 (iii B. C.), PSI4.362.8 (iii B. C.), LXX Jb.3.18, al., Plu.Pyrrh.23, Cat.Cod.Astr.2.164, Paul.Al.N.1; φ. τεττάρων πόλεων Str.14.1.41.
German (Pape)
[Seite 1300] Abgaben, Zölle, Steuern einsammelnd, einnehmend, Sp., wie Plut. Cim. 19.
Greek (Liddell-Scott)
φορολόγος: -ον, ὁ εἰσπράττων δημοσίους φόρους, εἰσπράκτωρ, Ἑβδ. (Ἰὼβ Γ΄, 18, κ. ἀλλ.), Πλουτ. Πύρρ. 23.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
percepteur des impositions.
Étymologie: φόρος, λέγω².
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που εισπράττει τους φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + -λόγος].
Greek Monotonic
φορολόγος: -ον (λέγω), αυτός που εισπράττει φόρους, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φορολόγος: ὁ сборщик податей Plut.