χήλαργος: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(1b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χήλαργος''': Δωρ. χᾶλ-, ον, (χηλὴ) ὁ ἔχων τραχείας τὰς τῶν ποδῶν χηλάς, δηλ. τὰς ὁπλάς, ὁ [[ταχύπους]], χ. ἅμιλλαι, ὁ ἀγὼν ταχέων ἵππων, Σοφ. Ἠλ. 861· - περὶ τοῦ τονισμοῦ πρβλ. πόδαργος. | |lstext='''χήλαργος''': Δωρ. χᾶλ-, ον, (χηλὴ) ὁ ἔχων τραχείας τὰς τῶν ποδῶν χηλάς, δηλ. τὰς ὁπλάς, ὁ [[ταχύπους]], χ. ἅμιλλαι, ὁ ἀγὼν ταχέων ἵππων, Σοφ. Ἠλ. 861· - περὶ τοῦ τονισμοῦ πρβλ. πόδαργος. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χήλ-αργος, δοριξ χᾱλ-αργος, ον, [[χηλή]]<br />with [[fleet]] hoofs, χ. ἅμιλλαι the [[racing]] of [[fleet]] horses, Soph. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 02:35, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
χήλαργος: Δωρ. χᾶλ-, ον, (χηλὴ) ὁ ἔχων τραχείας τὰς τῶν ποδῶν χηλάς, δηλ. τὰς ὁπλάς, ὁ ταχύπους, χ. ἅμιλλαι, ὁ ἀγὼν ταχέων ἵππων, Σοφ. Ἠλ. 861· - περὶ τοῦ τονισμοῦ πρβλ. πόδαργος.
Middle Liddell
χήλ-αργος, δοριξ χᾱλ-αργος, ον, χηλή
with fleet hoofs, χ. ἅμιλλαι the racing of fleet horses, Soph.