ψυχάριον: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ψυχάριον -ου, τό [ψυχή] zieltje. | |elnltext=ψυχάριον -ου, τό [ψυχή] zieltje. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ψῡχά˘ριον, ου, τό, [Dim. of [[ψυχή]], Plat.] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:45, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of ψυχή, Pl.R.519a, Tht.195a, M.Ant.9.34, al., Jul.Or.7.206d, Herm. in Phdr.p.192A.; ψ. εἶ βαστάζον νεκρόν Epictet. ap. M.Ant.4.41.
German (Pape)
[Seite 1403] τό, dim. von ψυχή, Plat. Theaet. 195 a Rep. VII, 519 a.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχάριον: [ᾰ], τό, ὑποκοριστ. τοῦ ψυχή, Πλάτ. Πολ. 519Α, Θεαίτ. 195Α, συχν. παρὰ Μάρκ. Ἀντων. σ. 27, 24., 36, 51, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζ., ἀνδράποδον, δοῦλος, ἄψυχον κτῆμα, περὶ φυγῶν ψυχαρίων καὶ ἀπολωλότων κτηνῶν Κ. Πορφ. Νεαρ. 5, τὰ μετὰ Θεοφάν. σ. 18C, κλπ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. ψυχάρι.
Greek Monotonic
ψῡχάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ψυχή, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχάριον: (ᾰ) τό душонка Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχάριον -ου, τό [ψυχή] zieltje.
Middle Liddell
ψῡχά˘ριον, ου, τό, [Dim. of ψυχή, Plat.]