ὠκυεπής: Difference between revisions
From LSJ
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὠκῠεπής:''' быстро говорящий, с плавно льющейся речью ([[Ἀπόλλων]] Anth.). | |elrutext='''ὠκῠεπής:''' быстро говорящий, с плавно льющейся речью ([[Ἀπόλλων]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὠκυ-επής, ές [[ἔπος]]<br />[[quick]]-[[speaking]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:47, 10 January 2019
English (LSJ)
ές,
A quick-speaking, of Apollo, AP9.525.25.
Greek (Liddell-Scott)
ὠκυεπής: -ές, γεν. έος, ὁ ταχέως ὁμιλῶν, Ἀπόλλων Ἀνθ. Παλατ. 9.525.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à la parole agile.
Étymologie: ὠκύς, ἔπος.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μιλά γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. πολυ-επής].
Greek Monotonic
ὠκυεπής: -ές, γεν. -έος (ἔπος), αυτός που μιλάει γρήγορα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠεπής: быстро говорящий, с плавно льющейся речью (Ἀπόλλων Anth.).