κλοπιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
(3)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κλοπῐμαῖος:''' краденый, ворованный Luc.
|elrutext='''κλοπῐμαῖος:''' краденый, ворованный Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κλοπῐμαῖος, η, ον = [[κλόπιος]], Luc.]
}}
}}

Revision as of 02:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλοπῐμαῖος Medium diacritics: κλοπιμαῖος Low diacritics: κλοπιμαίος Capitals: ΚΛΟΠΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: klopimaîos Transliteration B: klopimaios Transliteration C: klopimaios Beta Code: klopimai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A acquired by theft, Luc.Icar.20; βόες Ant.Lib.23.4. Adv. -αίως Gloss.

German (Pape)

[Seite 1456] = Folgdm; gestohlen, Luc. Icarom. 20 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλοπῐμαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Ἰκαρ. 20, Ἀντων. Λιβερᾶλ. 23. ― Ἐπίρρ. -ως.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
volé, furtif.
Étymologie: κλοπή.

Greek Monolingual

-αία, -αίο (AM κλοπιμαῑος, -αία, -αῖον) κλόπιμος
αυτός που αποκτήθηκε με κλοπή, ο κλεμμένος (α. «η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον εἶναι», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κλοπιμαίο
το κλεμμένο αντικείμενο.
επίρρ...
κλοπιμαίως (Α)
με κλοπιμαίο τρόπο.

Greek Monotonic

κλοπῐμαῖος: -α, -ον = κλόπιος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλοπιμαῖος -α -ον [κλοπή] gestolen.

Russian (Dvoretsky)

κλοπῐμαῖος: краденый, ворованный Luc.

Middle Liddell

κλοπῐμαῖος, η, ον = κλόπιος, Luc.]