κοιλωπής: Difference between revisions
From LSJ
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
(5) |
(1ba) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κοιλωπής:''' -ές (ὤψ), αυτός που έχει βαθουλωτά μάτια· θηλ. -ῶπις, <i>-ιδος</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''κοιλωπής:''' -ές (ὤψ), αυτός που έχει βαθουλωτά μάτια· θηλ. -ῶπις, <i>-ιδος</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κοιλ-ωπής, ές [ὤψ]<br />[[hollow]]-eyed: fem. [[κοιλῶπις]], ιδος, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 1467] ές, = κοιλωπός, Nic. Al. 442 αὐγαί.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλωπής: -ές, ἔχων κοίλους ὀφθαλμούς, κοιλωπέες αὐγαὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 442· ― θηλ. κοιλῶπις, ιδος, Ἀνθ. Π. 6. 219.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux yeux creux, enfoncés.
Étymologie: κοῖλος, ὤψ.
Greek Monolingual
κοιλωπής, -ές, θηλ. και κοιλῶπις, -ώπιδος (Α)
1. αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά μάτια
2. κοίλος, βαθουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -ωπής (< θ. -ωπ- του ὄπωπα), πρβλ. αμβλυ-ωπής, πολυ-ωπής].
Greek Monotonic
κοιλωπής: -ές (ὤψ), αυτός που έχει βαθουλωτά μάτια· θηλ. -ῶπις, -ιδος, σε Ανθ.