Κόλχος: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(3)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Κόλχος:''' <b class="num">II</b> ὁ колх, житель Колхиды Her., Xen. etc.<br />колхидский Her., Plat. etc.
|elrutext='''Κόλχος:''' <b class="num">II</b> ὁ колх, житель Колхиды Her., Xen. etc.<br />колхидский Her., Plat. etc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Κόλχος]], ὁ,<br />a Colchian, Hdt., etc.:—adj. [[Κολχικός]], ή, όν, Colchian, Hdt.:—fem. [[Κολχίς]], ίδος, and as Subst. [[Κολχίς]] ( sub. γῆ), Eur.
}}
}}

Revision as of 03:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κόλχος Medium diacritics: Κόλχος Low diacritics: Κόλχος Capitals: ΚΟΛΧΟΣ
Transliteration A: Kólchos Transliteration B: Kolchos Transliteration C: Kolchos Beta Code: *ko/lxos

English (LSJ)

ὁ, Colchian, Hdt.1.2, etc.:—Adj. Κολχικός, ή, όν, Colchian, Id.2.105:—poet. also Κόλχος

   A στόλος A.R.4.485:—fem. Κολχίς, ίδος, Hdt.1.2 (but also Μηδείᾳ τῇ Κόλχῳ Pl.Euthd.285c): as Subst. Κολχίς (sc. γῆ), Colchis, Hdt.1.104, etc.; (sc. γυνή) E.Med. 132 (anap.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de Colchide : οἱ Κόλχοι les habitants de la Colchide.
Étymologie:.

Greek Monolingual

ο θηλ. Κολχίδα (AM Κόλχος, θηλ. Κολχίς, -ίδος)
κάτοικος της Κολχίδος
αρχ.
ως επίθ. κολχικόςκόλχος στόλος», Απόλλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Κολχίς].

Greek Monotonic

Κόλχος: ὁ, από την Κολχίδα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Κολχικός, , -όν, Κολχικός, στον ίδ.· θηλ. Κολχίς, -ίδος και ως ουσ. Κολχίς (ενν. γῆ), η Κολχίδα, στον ίδ.· (ενν. γυνή), σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Κόλχος: II ὁ колх, житель Колхиды Her., Xen. etc.
колхидский Her., Plat. etc.

Middle Liddell

Κόλχος, ὁ,
a Colchian, Hdt., etc.:—adj. Κολχικός, ή, όν, Colchian, Hdt.:—fem. Κολχίς, ίδος, and as Subst. Κολχίς ( sub. γῆ), Eur.