μαζονόμος: Difference between revisions
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
(5) |
(1ba) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαζονόμος:''' ὁ ([[νέμω]]), [[πιατέλα]] για [[σερβίρισμα]] γλυκίσματος από [[κριθάρι]], σε Οράτ. | |lsmtext='''μαζονόμος:''' ὁ ([[νέμω]]), [[πιατέλα]] για [[σερβίρισμα]] γλυκίσματος από [[κριθάρι]], σε Οράτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νέμω]]<br />a [[trencher]] for serving [[barley]] cakes on, Hor. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:45, 10 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
μαζονόμος: (ἐξυπ. κύκλος ἢ πίναξ), ὁ, πίναξ ἢ «δίσκος», ἐφ’ οὗ ἐπετίθεντο τὰ ἐκ κριθίνου ἀλεύρου πλακούντια καὶ διενέμοντο, Ἁρμόδ. παρ’ Ἀθην. 149Α, πρβλ. Ὁρατ. Σατ. 2. 8, 86· μ. χρυσοῦς Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 51, πρβλ. 197F· - ἐντεῦθεν, ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., μαζονομεῖον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 367· μαζονόμιον, τό, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 202Ε.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
plateau pour servir les gateaux sacrés.
Étymologie: μᾶζα, νέμω.
Greek Monolingual
μαζονόμος, ὁ (Α)
το μαζονόμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + νόμος (< νέμω), πρβλ. κρεα-νόμος, μελισσο-νόμος)].
Greek Monotonic
μαζονόμος: ὁ (νέμω), πιατέλα για σερβίρισμα γλυκίσματος από κριθάρι, σε Οράτ.