μίσημα: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μίσημα:''' ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.). | |elrutext='''μίσημα:''' ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μί¯σημα, ατος, τό, [from μῑσέω]<br />an [[object]] of [[hate]], of persons, μ. [[ἀνδρῶν]] καὶ [[θεῶν]] Aesch.; c. dat., μ. πᾶσιν Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A object of hate, of persons, ὦ δύσθεον μ. S.El.289: c. gen. pers., σωφρόνων μισήματα A. Th.186; μισήματ' ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων Id.Eu.73: c. dat., μ. πᾶσιν E.Hipp.407.
Greek (Liddell-Scott)
μίσημα: [ῑ], τό, ἀντικείμενον μίσους, ἐπὶ προσώπων, ὦ δύσθεον μ. Σοφ. Ἠλ. 289· μετὰ γεν. προσ., σωφρόνων μισήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μισήματ’ ἀνδρῶν καὶ θεῶν Ὀλυμπίων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 73· μετὰ δοτ., μ. πᾶσιν Εὐρ. Ἱππ. 407.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: μισέω.
Greek Monolingual
μίσημα, τὸ (Α) μισώ
(για πρόσ.) αντικείμενο μίσους (α. «μίσημα πᾱσιν», Ευρ.
β. «σωφρόνων μισήματα», Ευρ.).
Greek Monotonic
μίσημα: [ῑ], -ατος, τό, αντικείμενο μίσους, λέγεται για πρόσωπα, μίσημα ἀνδρῶν καὶ θεῶν, σε Αισχύλ.· με δοτ., μίσημα πᾶσιν, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μίσημα: ατος (ῑ) τό предмет ненависти или отвращения (δύσθεον Soph.; τινος Aesch. и τινι Eur.).
Middle Liddell
μί¯σημα, ατος, τό, [from μῑσέω]
an object of hate, of persons, μ. ἀνδρῶν καὶ θεῶν Aesch.; c. dat., μ. πᾶσιν Eur.