μισότυφος: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῑσότῡφος:''' ненавидящий чванство Luc.
|elrutext='''μῑσότῡφος:''' ненавидящий чванство Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑσό-τῡφος, ον<br />[[hating]] [[arrogance]], Luc.
}}
}}

Revision as of 04:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσότῡφος Medium diacritics: μισότυφος Low diacritics: μισότυφος Capitals: ΜΙΣΟΤΥΦΟΣ
Transliteration A: misótyphos Transliteration B: misotyphos Transliteration C: misotyfos Beta Code: miso/tufos

English (LSJ)

ον,

   A hating humbug, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 192] Feind von Aufgeblasenheit, Luc. Pisc. 20.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσότῡφος: -ον, ὁ μισῶν τὸν τῦφον, τὴν ὑπερηφανίαν, Λουκ. Ἁλιεῖς 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui hait l’orgueil, la vanité.
Étymologie: μισέω, τῦφος.

Greek Monolingual

μισότυφος, -ον (Α)
αυτός που μισεί την αλαζονεία, την περηφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + τῦφος «αλαζονεία, έπαρση» (πρβλ. σεμνό-τυφος, φιλό-τυφος)].

Greek Monotonic

μῑσότῡφος: -ον, αυτός που απεχθάνεται την αλαζονεία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μῑσότῡφος: ненавидящий чванство Luc.

Middle Liddell

μῑσό-τῡφος, ον
hating arrogance, Luc.