οἰνών: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ba)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰνών:''' ῶνος ὁ винный погреб Xen.
|elrutext='''οἰνών:''' ῶνος ὁ винный погреб Xen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰνών]], ῶνος, ὁ, [[οἶνος]]<br />a [[wine]]-[[cellar]], Xen.
}}
}}

Revision as of 04:25, 10 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

οἰνών: -ῶνος, ὁ, ἀποθήκη οἴνου, «κελλᾶρι», «ὑπόγειον», Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9· οἰνοπωλεῖον, Ἀθην. 519D· οἰνεών, Γεωπ. 7. 7, 6· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 166.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
cellier pour le vin.
Étymologie: οἶνος.

Greek Monotonic

οἰνών: -ῶνος, ὁ (οἶνος), κελάρι για φύλαξη κρασιού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

οἰνών: ῶνος ὁ винный погреб Xen.

Middle Liddell

οἰνών, ῶνος, ὁ, οἶνος
a wine-cellar, Xen.