ὀνηλάτης: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀνηλάτης:''' ου ὁ погонщик осла или ослов Dem., Luc., Plut. | |elrutext='''ὀνηλάτης:''' ου ὁ погонщик осла или ослов Dem., Luc., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀν-ηλά˘της, ου, ὁ, [[ἐλαύνω]]<br />a [[donkey]]-[[driver]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:35, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω)
A donkeydriver, Archipp.44, D.42.7, Crates Theb. ap. D.L.6.92, PLond.1.131.30 (i A. D.), Gal.10.134, etc.
German (Pape)
[Seite 346] ὁ, der Eseltreiber; Dem. 42, 7; Luc. Asin. 29 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἐλαύνων, ὁδηγῶν ὄνους, κοινῶς «γαϊδουργιάρης», Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2, Δημ. 1040, ἐν τέλ, Κράτης παρὰ Διογ. Λ. 6. 92.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ânier.
Étymologie: ὄνος, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
ο (Α ὀνηλάτης και ὀνελάτης και ὀνολάτης)
οδηγός όνων, ονηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ξεν-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την πορεία των γαϊδάρων, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνηλάτης: ου ὁ погонщик осла или ослов Dem., Luc., Plut.