ὀλιγάρχης: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλῐγάρχης:''' -ου, ὁ ([[ἄρχω]]), αυτός που κυβερνά ολιγαρχικά, [[άρχοντας]] σε ολιγαρχικό [[πολίτευμα]], [[ολιγαρχικός]]. | |lsmtext='''ὀλῐγάρχης:''' -ου, ὁ ([[ἄρχω]]), αυτός που κυβερνά ολιγαρχικά, [[άρχοντας]] σε ολιγαρχικό [[πολίτευμα]], [[ολιγαρχικός]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀλῐγ-άρχης, ου, ὁ, [[ἄρχω]]<br />an [[oligarch]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A oligarch, of the Decemviri, D.H.11.43.
German (Pape)
[Seite 320] ὁ, der Oligarch, Einer der in einem oligarchischen Staate Herrschenden, D. Hal. 11, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ὀλιγαρχίᾳ ἄρχων, εἷς τῶν δεκάρχων, Decemviri, Διον. Ἁλ. 11. 43.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
oligarque, membre d’un gouvernement oligarchique.
Étymologie: ὀλίγος, ἀρχή.
Greek Monolingual
ὀλιγάρχης, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά σε ολιγαρχία, μέλος της ρωμαϊκής δεκανδρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ὀλιγαρχία.
Greek Monotonic
ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), αυτός που κυβερνά ολιγαρχικά, άρχοντας σε ολιγαρχικό πολίτευμα, ολιγαρχικός.