ὀρθρίδιος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀρθρίδιος:''' (ρῐ) Anth. = [[ὄρθριος]]. | |elrutext='''ὀρθρίδιος:''' (ρῐ) Anth. = [[ὄρθριος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀρθρί˘διος, η, ον [poetic for [[ὄρθριος]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 10 January 2019
English (LSJ)
[ρῐ], η, ον, poet. for ὄρθριος, AP5.2 (Antip. Thess.).
German (Pape)
[Seite 377] poet. = ὄρθριος, τί γὰρ σὴν εὐνέτιν Ἠῶ οὕτως ὀρθριδίην ἤλασας ἐκ λεχέων; Antp. Th. 5 (V, 3).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὄρθριος, Ἀνθ. Π. 5. 3.
Greek Monolingual
ὀρθρίδιος, -ίη, -ον (Α)
όρθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρθρος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. αιφν-ίδιος, παυρ-ίδιος)].
Greek Monotonic
ὀρθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. αντί ὄρθριος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθρίδιος: (ρῐ) Anth. = ὄρθριος.
Middle Liddell
ὀρθρί˘διος, η, ον [poetic for ὄρθριος, Anth.]