ὀρθρίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀρθρίδιος:''' (ρῐ) Anth. = [[ὄρθριος]].
|elrutext='''ὀρθρίδιος:''' (ρῐ) Anth. = [[ὄρθριος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρθρί˘διος, η, ον [poetic for [[ὄρθριος]], Anth.]
}}
}}

Revision as of 05:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθρίδιος Medium diacritics: ὀρθρίδιος Low diacritics: ορθρίδιος Capitals: ΟΡΘΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: orthrídios Transliteration B: orthridios Transliteration C: orthridios Beta Code: o)rqri/dios

English (LSJ)

[ρῐ], η, ον, poet. for ὄρθριος, AP5.2 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 377] poet. = ὄρθριος, τί γὰρ σὴν εὐνέτιν Ἠῶ οὕτως ὀρθριδίην ἤλασας ἐκ λεχέων; Antp. Th. 5 (V, 3).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὄρθριος, Ἀνθ. Π. 5. 3.

Greek Monolingual

ὀρθρίδιος, -ίη, -ον (Α)
όρθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρθρος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. αιφν-ίδιος, παυρ-ίδιος)].

Greek Monotonic

ὀρθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. αντί ὄρθριος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθρίδιος: (ρῐ) Anth. = ὄρθριος.

Middle Liddell

ὀρθρί˘διος, η, ον [poetic for ὄρθριος, Anth.]