περίφλοιος: Difference between revisions
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίφλοιος:''' одетый корой (αἱ ποδοστράβαι σμίλακος Xen.). | |elrutext='''περίφλοιος:''' одетый корой (αἱ ποδοστράβαι σμίλακος Xen.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[περί]]-φλοιος, ον,<br />with [[bark]] all [[round]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with bark all round, X.Cyn. 9.12.
German (Pape)
[Seite 599] umrindet, mit Rinde umgeben, Xen. Cyn. 9, 12.
Greek (Liddell-Scott)
περίφλοιος: -ον, ὁ ἔχων φλοιὸν ὁλόγυρα, Ξεν. Κυν. 9, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entouré d’une écorce.
Étymologie: περί, φλοιός.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που περιβάλλεται από φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φλοιός.
Greek Monotonic
περίφλοιος: -ον, αυτός που έχει φλοιό, φλούδα ολόγυρά του, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
περίφλοιος: одетый корой (αἱ ποδοστράβαι σμίλακος Xen.).