βότρυχος: Difference between revisions
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βότρῠχος:''' ὁ, = [[βόστρυχος]]. | |lsmtext='''βότρῠχος:''' ὁ, = [[βόστρυχος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βότρυχος]] -ου, ὁ haarlok. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A = βόστρυχος, Pherecr.189, cj.in E.Or.1267 (lyr.). II peduncle of bunch of grapes, Gal.6.577.
German (Pape)
[Seite 455] ὁ, 1) Traubenstengel, Galen. – 2) = βόστρυχος, Bergk Anacr. frg. p. 255.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 c. βόστρυχος;
2 tige d’une grappe.
Étymologie: βότρυς.
Spanish (DGE)
(βότρῠχος) -ου, ὁ bucle ὦ ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κομῶν Pherecr.202 (cód. βοστρύχοισι), E.Or.1267 (cj. pero cf. βόστρ-).
• Etimología: Cruce de βόστρυχος y βότρυς qq.u.
Greek Monolingual
βότρυχος, ο (Α)
1. το ξυλώδες μέρος του σταφυλιού, το τσάμπουρο
2. ο βόστρυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βότρυχος προήλθε από συμφυρμό των λέξεων βότρυς και βόστρυχος (πρβλ. και βοστρύχιον)].
Greek Monotonic
βότρῠχος: ὁ, = βόστρυχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βότρυχος -ου, ὁ haarlok.