βουκολιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(7)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουκολιάζω]] και [[βουκολιάζομαι]] και (<b>δωρ. τ.</b>) βωκολιάσδομαι (Α)<br />[[συνθέτω]] και [[τραγουδώ]] βουκολικά άσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουκόλος]], [[κατά]] τα [[θεσμοφοριάζω]], [[οργιάζω]] κ.ά.].
|mltxt=[[βουκολιάζω]] και [[βουκολιάζομαι]] και (<b>δωρ. τ.</b>) βωκολιάσδομαι (Α)<br />[[συνθέτω]] και [[τραγουδώ]] βουκολικά άσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βουκόλος]], [[κατά]] τα [[θεσμοφοριάζω]], [[οργιάζω]] κ.ά.].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βουκολιάζω]], Dor. βουκολιάσδω [[βουκολέω]] med. herdersliederen zingen.
}}
}}

Revision as of 06:10, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 456] Hirtenlieder singen u. dichten, Theocr. 5, 44, in dor. Form βουκολιάσδω. – Med., in ders. Bdtg, Theocr. 9, 1 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

βουκολιάζω: Βίων 5, 5· καὶ μέσ. βουκολιάζομαι, Δωρ. βωκολιάσδομαι, μέλλ. -αξιοῦμαι, ἀποθ., ψάλλω ἢ ποιῶ βουκολικὰ ᾄσματα, Θεόκρ. 5. 44 (μετὰ διαφ. γραφ. -αξεῖς), 60., 7. 36., 9.1 καὶ 5·- παρ’ Εὐστ. 1416. 39 καὶ -ίζω.

French (Bailly abrégé)

chanter des chants de berger;
Moy. βουκολιάζομαι m. sign.
Étymologie: βουκόλος.

Greek Monolingual

βουκολιάζω και βουκολιάζομαι και (δωρ. τ.) βωκολιάσδομαι (Α)
συνθέτω και τραγουδώ βουκολικά άσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος, κατά τα θεσμοφοριάζω, οργιάζω κ.ά.].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουκολιάζω, Dor. βουκολιάσδω βουκολέω med. herdersliederen zingen.