γραμματοδιδασκαλεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(1b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γραμματοδιδασκαλεῖον:''' τό начальная школа Luc., Plut.
|elrutext='''γραμματοδιδασκαλεῖον:''' τό начальная школа Luc., Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γραμματοδιδασκαλεῖον]] -ου, τό [[γραμματοδιδάσκαλος]] (basis)school.
}}
}}

Revision as of 06:20, 10 January 2019

English (LSJ)

τό,

   A = γραμματεῖον11, Plu.2.712a, al.

German (Pape)

[Seite 504] τό, die Schule, Plut. Symp. 7, 8, 3; Luc.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοδῐδασκαλεῖον: τό, = γραμματεῖον 4, Πλούτ. 2. 712Α.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
école enfantine.
Étymologie: γραμματοδιδάσκαλος.

Spanish (DGE)

-ου, τό
escuela elemental ὥστε γ. ἡμῖν γενέσθαι τὸ συμπόσιον Plu.2.712a, τὴν ... παιδικὴν ἡλικίαν παραλλάσσων ἐπέστη γραμματοδιδασκαλείῳ Plu.Alc.7, cf. 2.278e, SB 7268 (I/II d.C.).

Greek Monolingual

γραμματοδιδασκαλεῑον, το (Α)
σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως.

Russian (Dvoretsky)

γραμματοδιδασκαλεῖον: τό начальная школа Luc., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμματοδιδασκαλεῖον -ου, τό γραμματοδιδάσκαλος (basis)school.