πολύφθορος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύφθορος:''' <b class="num">1)</b> пораженный многими бедствиями ([[δῶμα]] Πελοπιδῶν Soph.);<br /><b class="num">2)</b> совершенно разрушенный, разоренный ([[Οἰχαλία]] Soph.).
|elrutext='''πολύφθορος:'''<br /><b class="num">1)</b> пораженный многими бедствиями ([[δῶμα]] Πελοπιδῶν Soph.);<br /><b class="num">2)</b> совершенно разрушенный, разоренный ([[Οἰχαλία]] Soph.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:50, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 entièrement dévasté, ruiné;
2 riche en catastrophes;
3 qui court mille dangers.
Étymologie: πολύς, φθείρω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος
αρχ.
1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.)
2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ανεμό-φθορος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

πολύφθορος:
1) пораженный многими бедствиями (δῶμα Πελοπιδῶν Soph.);
2) совершенно разрушенный, разоренный (Οἰχαλία Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφθορος -ον [πολύς, φθείρω] veel geteisterd, aan veel vernietiging blootgesteld:. ξένων... στίχας πολυφθόρους ἐν δαί de gelederen van de vreemdelingen, zwaar geteisterd in de strijd Aeschl. Sept. 925; πολύφθορόν τε δῶμα het door rampspoed geteisterde huis Soph. El. 10. veel rondzwervend:. π. πλάνη vele omzwervingen Aeschl. PV 820; τὰς πολυφθόρους τύχας hun ongelukkige omzwervingen Aeschl. PV 633.

Middle Liddell

pass. utterly destroyed, Soph.