φόρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(45)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Ν<br /><b>επίρρ.</b> ([[κυρίως]] φρ.) α) «τά [[βγάζω]] στη [[φόρα]] [ή στα [[φόρα]]]» και «[[βγάζω]] τ' άπλυτα στη [[φόρα]]» — [[αποκαλύπτω]] [[μυστικά]], [[συνήθως]] επιλήψιμα<br />β) «[[φόρα]] το [[μαχαίρι]]» και «[[φόρα]] το [[κουμπούρι]] του» — έβγαλε το [[μαχαίρι]] ή το [[κουμπούρι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>forum</i> «[[αγορά]]» (<b>πρβλ.</b> [[φόρος]])].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> [[ορμή]], [[δύναμη]] (α. «φυσάει τ' [[αεράκι]] μ' ανάλαφρη [[φόρα]]», <b>Μαβίλ.</b><br />β. «έπεσε [[πάνω]] του με [[φόρα]]»)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με αθλητή) προπαρασκευαστική [[κίνηση]] για [[ρίψη]] ακοντίου ή σφαίρας ή για [[άλμα]], [[παλμός]] («πήρε πολλή [[φόρα]] και έριξε το [[ακόντιο]] πολύ [[μακριά]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πήρε [[φόρα]]» — λέγεται γι' αυτόν που μιλάει ακατάσχετα ή κάνει [[κάτι]] [[άλλο]] [[χωρίς]] να σταματά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορά]], με αναβιβασμό του τόνου].
|mltxt=<b>(I)</b><br />Ν<br /><b>επίρρ.</b> ([[κυρίως]] φρ.) α) «τά [[βγάζω]] στη [[φόρα]] [ή στα [[φόρα]]]» και «[[βγάζω]] τ' άπλυτα στη [[φόρα]]» — [[αποκαλύπτω]] [[μυστικά]], [[συνήθως]] επιλήψιμα<br />β) «[[φόρα]] το [[μαχαίρι]]» και «[[φόρα]] το [[κουμπούρι]] του» — έβγαλε το [[μαχαίρι]] ή το [[κουμπούρι]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>forum</i> «[[αγορά]]» (<b>πρβλ.</b> [[φόρος]])].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>1.</b> [[ορμή]], [[δύναμη]] (α. «φυσάει τ' [[αεράκι]] μ' ανάλαφρη [[φόρα]]», <b>Μαβίλ.</b><br />β. «έπεσε [[πάνω]] του με [[φόρα]]»)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] σχετικά με αθλητή) προπαρασκευαστική [[κίνηση]] για [[ρίψη]] ακοντίου ή σφαίρας ή για [[άλμα]], [[παλμός]] («πήρε πολλή [[φόρα]] και έριξε το [[ακόντιο]] πολύ [[μακριά]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πήρε [[φόρα]]» — λέγεται γι' αυτόν που μιλάει ακατάσχετα ή κάνει [[κάτι]] [[άλλο]] [[χωρίς]] να σταματά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φορά]], με αναβιβασμό του τόνου].
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
Ν
επίρρ. (κυρίως φρ.) α) «τά βγάζω στη φόρα [ή στα φόρα]» και «βγάζω τ' άπλυτα στη φόρα» — αποκαλύπτω μυστικά, συνήθως επιλήψιμα
β) «φόρα το μαχαίρι» και «φόρα το κουμπούρι του» — έβγαλε το μαχαίρι ή το κουμπούρι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. forum «αγορά» (πρβλ. φόρος)].
(II)
η, Ν
1. ορμή, δύναμη (α. «φυσάει τ' αεράκι μ' ανάλαφρη φόρα», Μαβίλ.
β. «έπεσε πάνω του με φόρα»)
2. (ιδίως σχετικά με αθλητή) προπαρασκευαστική κίνηση για ρίψη ακοντίου ή σφαίρας ή για άλμα, παλμός («πήρε πολλή φόρα και έριξε το ακόντιο πολύ μακριά»)
3. φρ. «πήρε φόρα» — λέγεται γι' αυτόν που μιλάει ακατάσχετα ή κάνει κάτι άλλο χωρίς να σταματά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορά, με αναβιβασμό του τόνου].