επιγραφικός: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(13) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιγραφικός]], -ή, -όν) [[επιγραφή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[επιγραφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον χαρακτήρα επιγραφής («επιγραφικά χαράγματα»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιγραφικός]], -ή, -όν) [[επιγραφή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[επιγραφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τον χαρακτήρα επιγραφής («επιγραφικά χαράγματα»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[επιγραφικός]]<br />ο [[επιγραφολόγος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η επιγραφική</i><br />η [[επιστήμη]] που ασχολείται με την [[ανάγνωση]] και [[ερμηνεία]] τών επιγραφών. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπιγραφικός, -ή, -όν) επιγραφή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επιγραφή
νεοελλ.
1. αυτός που έχει τον χαρακτήρα επιγραφής («επιγραφικά χαράγματα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο επιγραφικός
ο επιγραφολόγος
3. το θηλ. ως ουσ. η επιγραφική
η επιστήμη που ασχολείται με την ανάγνωση και ερμηνεία τών επιγραφών.