αὐλικός: Difference between revisions
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
(1b) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αὐλικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[βασιλική]] [[αυλή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (Α [[αὐλικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[βασιλική]] [[αυλή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[αυλικός]]<br />[[μέλος]] του προσωπικού της βασιλικής αυλής. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὐλικός:''' <b class="num">II</b> ὁ придворный, царедворец Polyb., Plut.<br />дворцовый, придворный ([[ἄνθρωπος]] Polyb.; κόλακες Plut.). | |elrutext='''αὐλικός:''' <b class="num">II</b> ὁ придворный, царедворец Polyb., Plut.<br />дворцовый, придворный ([[ἄνθρωπος]] Polyb.; κόλακες Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:10, 14 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (αὐλή)
A of the court, courtier-like, κατὰ τὴν φύσιν Plb. 23.5.4; αὐ. ἀγχίνοια 15.34.4; αὐ. βίος, opp. ὁ φιλόσοφος βίος, Phld. Ind.Sto.13: Comp., ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Id.Lib.p.45 O.: as Subst., courtier, Plb.16.20.8, Plu.2.778b, Demetr.17. II αὐλικούς· κιθαρῳδούς, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλικός: -ή, -όν, (αὐλή) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν αὐλήν, ὁ ὅμοιος ἀνθρώπῳ τῆς αὐλῆς, καὶ ἦν μὲν ὁ Δεινοκράτης οὐ μόνον κατὰ τὴν τριβήν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν φύσιν αὐλικὸς καὶ στρατιωτικός ἄνθρωπος Πολύβ. 24. 5, 4: ὡς οὐσιαστ. αὐλικὸς ὁ αὐτ. 16. 22, 8, Πλούτ. 2. 778Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de cour, de courtisan ; οἱ αὐλικοί les courtisans.
Étymologie: αὐλή.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): lat. aulicus Nepos Dat.5.2, Suet.Dom.4, Nero 45, Marc.Cap.9.905, 9.926
I 1cortesano, palaciego, áulico αὐ. βίος op. φιλόσοφος βίος Phld.Ind.Sto.13, κατὰ τὴν φύσιν αὐ. καὶ πολιτικὸς ἄνθρωπος Plb.23.5.4, ἀγχίνοια Plb.15.34.4, κόλακες Plu.2.800a, cf. Demetr.17, διακονία Them.Or.31.353c, κατάλογοι Lyd.Mag.2.24, luctatores aulici Suet.Nero 45
•compar. sin tal valor ἐξ αὐλικωτέρων γονέων Phld.Lib.45
•subst. ὁ αὐ. cortesano Plu.2.778b, gener. en plu., Plu.Demetr.17, Plb.16.22.8, 22.13.5, Nepos 14.5.2
•pretoriano οἱ αὐλικοὶ καὶ στρατηγοὶ προσαγορευόμενοι Plu.Galb.2.
2 prob. propietario de una granja, BGU 286.3 (IV d.C.).
II propio de la flauta: dulcedo Mart.Cap.9.905, suauitas Mart.Cap.9.926
•subst. αὐλικούς, κιθαρῳδούς Sud.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αὐλικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει στη βασιλική αυλή
2. εκείνος που ταιριάζει σε άνθρωπο της βασιλικής αυλής
3. το αρσ. ως ουσ. ο αυλικός
μέλος του προσωπικού της βασιλικής αυλής.
Russian (Dvoretsky)
αὐλικός: II ὁ придворный, царедворец Polyb., Plut.
дворцовый, придворный (ἄνθρωπος Polyb.; κόλακες Plut.).