πρίμος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(34) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / πρῑμος, -α, -ον, ΝΜΑ, και [[πρύμος]], -α, -ο, Ν, πρεῑμος, -η, -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[ευνοϊκός]], [[ούριος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-α, -ο / πρῑμος, -α, -ον, ΝΜΑ, και [[πρύμος]], -α, -ο, Ν, πρεῑμος, -η, -ον, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για άνεμο) [[ευνοϊκός]], [[ούριος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[πρίμα]]<br />α) η πρίμαντόνα<br />β) <b>συνεκδ.</b> [[καμπάνα]] με υψηλό τόνο<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[πρίμο]]<br />η πρώτη, δηλ. η υψηλότερη [[φωνή]], σε [[διωδία]] ή [[χορωδία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[πρώτος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πρίμα]] και [[πρύμα]] Ν<br /><b>1.</b> με ευνοϊκό, ούριο άνεμο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πάω [[πρίμα]]» <br />α) [[ταξιδεύω]] με ούριο άνεμο<br />β) <b>μτφ.</b> [[προκόβω]], ευοδώνομαι («οι δουλειές πάνε [[πρίμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πρίμος]] <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>primus</i> «[[πρώτος]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το επίθ. με τη σημ. «[[ευνοϊκός]], [[ούριος]]» (για άνεμο) προέρχεται από τη λ. [[πρυμνός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πρύμ</i>[[ν]]<i>η</i>) και [[επομένως]] η ορθή γρφ. [[είναι]] [[πρύμος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-α, -ο / πρῑμος, -α, -ον, ΝΜΑ, και πρύμος, -α, -ο, Ν, πρεῑμος, -η, -ον, Α
νεοελλ.
1. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος
2. το θηλ. ως ουσ. η πρίμα
α) η πρίμαντόνα
β) συνεκδ. καμπάνα με υψηλό τόνο
3. το ουδ. ως ουσ. το πρίμο
η πρώτη, δηλ. η υψηλότερη φωνή, σε διωδία ή χορωδία
μσν.-αρχ.
ο πρώτος.
επίρρ...
πρίμα και πρύμα Ν
1. με ευνοϊκό, ούριο άνεμο
2. φρ. «πάω πρίμα»
α) ταξιδεύω με ούριο άνεμο
β) μτφ. προκόβω, ευοδώνομαι («οι δουλειές πάνε πρίμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρίμος < λατ. primus «πρώτος». Κατ' άλλη άποψη, το επίθ. με τη σημ. «ευνοϊκός, ούριος» (για άνεμο) προέρχεται από τη λ. πρυμνός (< πρύμνη) και επομένως η ορθή γρφ. είναι πρύμος].