έκλαμπρος: Difference between revisions
From LSJ
(10) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκλαμπρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ολόλαμπρος]], πολύ [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (υπερθ. -ότατος) τιμητική [[προσηγορία]] κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκλαμπρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ολόλαμπρος]], πολύ [[φωτεινός]]<br /><b>2.</b> (υπερθ. -ότατος) τιμητική [[προσηγορία]] κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έκλαμπρος]]<br />ο [[στιλβαδάμας]], το [[μπριγιάντι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ένδοξος]], [[ξακουστός]]<br /><b>2.</b> [[εγκάρδιος]], [[θερμός]]<br /><b>3.</b> [[θαυμαστός]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>4.</b> [[ζωηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <b>φρ.</b> «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό [[χαμόγελο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκλαμπρος, -ον)
1. ολόλαμπρος, πολύ φωτεινός
2. (υπερθ. -ότατος) τιμητική προσηγορία κρατικών ή εκκλησιαστικών αξιωματούχων («εκλαμπρότατε άρχοντα»)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έκλαμπρος
ο στιλβαδάμας, το μπριγιάντι
μσν.
1. ένδοξος, ξακουστός
2. εγκάρδιος, θερμός
3. θαυμαστός, εξαιρετικός
4. ζωηρός
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «ἔκλαμπρον γελᾱν» — γελάει με φωτεινό χαμόγελο.