ἐξόριος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
(12)
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξόριος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ἐξορία]]<br />(ενν. <i>ζωή</i>) η ζωή έξω από τα όρια της πατρίδας, [[εξορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όριο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όρος</i> «[[τέρμα]]»)].
|mltxt=[[ἐξόριος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται έξω από τα [[σύνορα]] της χώρας<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ἐξορία]]<br />(ενν. <i>ζωή</i>) η ζωή έξω από τα όρια της πατρίδας, [[εξορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όριο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όρος</i> «[[τέρμα]]»)].
}}
}}

Revision as of 11:30, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόριος Medium diacritics: ἐξόριος Low diacritics: εξόριος Capitals: ΕΞΟΡΙΟΣ
Transliteration A: exórios Transliteration B: exorios Transliteration C: eksorios Beta Code: e)co/rios

English (LSJ)

α, ον, (ὅρος)

   A out of the bounds of one's country, Poll.6.198.    II Subst., ἐξορία (sc. ζωή), ἡ, exile, Marcellin.Vit. Thuc. 47, Eust.1161.35.

German (Pape)

[Seite 887] außerhalb der Gränzen, verwiesen, verbannt, Poll. 6, 198. Vgl. ἐξορία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόριος: -α, -ον, (ὅος) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων χώρας τινός, Πολυδ. ϛʹ, 198· ἐντεῦθεν ἐξορία, (ἐξυπ. ζωή), ἡ, δηλ. ζωὴ ἔξω τῶν ὁρίων τῆς πατρίδος τινός, ἐξορία, Μαρκελλῖνος ἐν Βίῳ Θουκ. XV, ἔκδ. Βεκκ., Εὐστ. 1161. 35.

Greek Monolingual

ἐξόριος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα σύνορα της χώρας
2. το θηλ. ως ουσ. η ἐξορία
(ενν. ζωή) η ζωή έξω από τα όρια της πατρίδας, εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + όριο (< όρος «τέρμα»)].