κοπανιστός: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(21) |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[κοπανιστός]], -ή, -όν) [[κοπανίζω]]<br /><b>1.</b> κοπανισμένος, παρασκευασμένος με [[κόπανο]], με [[κοπάνισμα]]<br /><b>2.</b> χτυπημένος στο [[γουδί]], συντριμμένος, κονιορτοποιημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (ΑM [[κοπανιστός]], -ή, -όν) [[κοπανίζω]]<br /><b>1.</b> κοπανισμένος, παρασκευασμένος με [[κόπανο]], με [[κοπάνισμα]]<br /><b>2.</b> χτυπημένος στο [[γουδί]], συντριμμένος, κονιορτοποιημένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[κοπανιστή]]<br />[[είδος]] μαλακού τυριού με πιπεράτη [[γεύση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[αέρας]] [[κοπανιστός]]» — [[κάτι]] [[τελείως]] ασήμαντο ή ανόητο, [[χωρίς]] [[αξία]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[λάδι]]) αυτό που παράγεται από [[σύνθλιψη]] της [[ελιάς]], αγνό, καθαρό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 14 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
κοπᾰνιστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, κοπανισμένος, Γαλην. 14. 555.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM κοπανιστός, -ή, -όν) κοπανίζω
1. κοπανισμένος, παρασκευασμένος με κόπανο, με κοπάνισμα
2. χτυπημένος στο γουδί, συντριμμένος, κονιορτοποιημένος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η κοπανιστή
είδος μαλακού τυριού με πιπεράτη γεύση
2. φρ. «αέρας κοπανιστός» — κάτι τελείως ασήμαντο ή ανόητο, χωρίς αξία
μσν.
(για λάδι) αυτό που παράγεται από σύνθλιψη της ελιάς, αγνό, καθαρό.