ὑδροκηλικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(42)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδροκηλικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[υδροκήλη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υδροκήλη]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο [[υδροκηλικός]], <i>η υδροκηλική</i><br />αυτός που πάσχει από [[υδροκήλη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] για τη [[θεραπεία]] της υδροκήλης.
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑδροκηλικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[υδροκήλη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υδροκήλη]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[υδροκηλικός]], <i>η υδροκηλική</i><br />αυτός που πάσχει από [[υδροκήλη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] για τη [[θεραπεία]] της υδροκήλης.
}}
}}

Revision as of 11:30, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροκηλικός Medium diacritics: ὑδροκηλικός Low diacritics: υδροκηλικός Capitals: ΥΔΡΟΚΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: hydrokēlikós Transliteration B: hydrokēlikos Transliteration C: ydrokilikos Beta Code: u(drokhliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suffering from hydrocele, Heliod. ap. Orib.50.49.2, Gal.14.788.    II for curing hydrocele, Paul.Aeg.6.62.

German (Pape)

[Seite 1174] ή, όν, mit einem Wasserhodenbruch behaftet, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροκηλικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐξ ὑδροκήλης, Γαλην. 2. 396C, πρβλ. Plin A. H. 30. 8. II. ὁ ἁρμόζων εἰς θεραπείαν τῆς ὑδροκήλης, Παῦλ. Αἰγιν. 6. 62.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδροκηλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ υδροκήλη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκήλη
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο υδροκηλικός, η υδροκηλική
αυτός που πάσχει από υδροκήλη
μσν.-αρχ.
ο κατάλληλος για τη θεραπεία της υδροκήλης.