ίππειος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἵππειος]], -εία, -ον, στους τραγ. και [[ἵππιος]] για μετρ. λόγους) [[ίππος]]<br />αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, [[ιππικός]] (α. «[[ίππειος]] [[ορός]]» — [[ορός]] που λαμβάνεται από το [[αίμα]] του ίππου<br />β. «ίππειον [[κρέας]]» — [[κρέας]] αλόγου<br />γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον [[αὐτοῦ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἵππειος]]<br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στο Θρόνιον<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύρ. όν.) <i>το [[Ἵππειον]]<br />«τὸ [[Ἄργος]]<br />ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῡ», <b>Ησύχ.</b> <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἱππείως</i> (Α)<br />με ιππικό τρόπο.
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἵππειος]], -εία, -ον, στους τραγ. και [[ἵππιος]] για μετρ. λόγους) [[ίππος]]<br />αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, [[ιππικός]] (α. «[[ίππειος]] [[ορός]]» — [[ορός]] που λαμβάνεται από το [[αίμα]] του ίππου<br />β. «ίππειον [[κρέας]]» — [[κρέας]] αλόγου<br />γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον [[αὐτοῦ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἵππειος]]<br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στο Θρόνιον<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύρ. όν.) το [[Ἵππειον]]<br />«τὸ [[Ἄργος]]<br />ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῡ», <b>Ησύχ.</b> <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἱππείως</i> (Α)<br />με ιππικό τρόπο.
}}
}}

Revision as of 12:25, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἵππειος, -εία, -ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) ίππος
αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» — ορός που λαμβάνεται από το αίμα του ίππου
β. «ίππειον κρέας» — κρέας αλόγου
γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ἵππειος
ονομασία ενός μήνα στο Θρόνιον
2. (το ουδ. ως κύρ. όν.) το Ἵππειον
«τὸ Ἄργος
ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῡ», Ησύχ.
επίρρ...
ἱππείως (Α)
με ιππικό τρόπο.