τριώνυμος: Difference between revisions
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
(42) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τριώνυμος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που έχει [[τρία]] ονόματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο / [[τριώνυμος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που έχει [[τρία]] ονόματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[τριώνυμο]]<br /><b>μαθημ.</b> [[κάθε]] [[πολυώνυμο]] με [[τρεις]] όρους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τριώνυμη [[ονομασία]]»<br />(βοτ.-ζωολ.) [[διεθνής]] καθιερωμένη [[απόδοση]] της επιστημονικής ονομασίας οργανισμών, η οποία αποτελείται από [[τρεις]] λέξεις, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[ονομασία]] τών υποειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A having three names, PMag.Par. 1.2546, Lyd.Mag.1.21 (in tit.), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τριώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων τρία ὀνόματα, πόθεν διώνυμοι καὶ τριώνυμοι οἱ ἀρχαῖοι ἐχρημάτιζον Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. 1 (ἐν τῇ ἐπικεφαλίδι).
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / τριώνυμος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει τρία ονόματα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τριώνυμο
μαθημ. κάθε πολυώνυμο με τρεις όρους
2. φρ. «τριώνυμη ονομασία»
(βοτ.-ζωολ.) διεθνής καθιερωμένη απόδοση της επιστημονικής ονομασίας οργανισμών, η οποία αποτελείται από τρεις λέξεις, όπως είναι λ.χ. η ονομασία τών υποειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. τετρα-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].