ταυρόφθαλμος: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(40) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μάτια ταύρου, ο [[βοϊδομάτης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μάτια ταύρου, ο [[βοϊδομάτης]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ταυρόφθαλμον]]<br />[[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>αἰγ</i>-<i>όφθαλμος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 14 January 2019
English (LSJ)
ον,
A bull-eyed, Heph.Astr.2.2.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει μάτια ταύρου, ο βοϊδομάτης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταυρόφθαλμον
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ὀφθαλμός (πρβλ. αἰγ-όφθαλμος)].