ἵππουρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(2b)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἵππουρος]], -ον (ΑΜ) [[ίππουρις]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[ἵππουρος]]<br />[[είδος]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ουρά]] ίππου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἵππουρος]]<br />α) [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού<br />β) [[είδος]] εντόμου<br />γ) [[είδος]] υδρόβιου φυτού, αλλ. [[ίππουρις]].
|mltxt=[[ἵππουρος]], -ον (ΑΜ) [[ίππουρις]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[ἵππουρος]]<br />[[είδος]] φυτού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ουρά]] ίππου<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἵππουρος]]<br />α) [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού<br />β) [[είδος]] εντόμου<br />γ) [[είδος]] υδρόβιου φυτού, αλλ. [[ίππουρις]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἵππουρος:''' рыба золотая макрель (Coryphaena [[hippurus]]) Arst.
|elrutext='''ἵππουρος:''' рыба золотая макрель (Coryphaena [[hippurus]]) Arst.
}}
}}

Revision as of 14:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵππουρος Medium diacritics: ἵππουρος Low diacritics: ίππουρος Capitals: ΙΠΠΟΥΡΟΣ
Transliteration A: híppouros Transliteration B: hippouros Transliteration C: ippouros Beta Code: i(/ppouros

English (LSJ)

ον, (οὐρά)

   A horse-tailed: as Subst.,    1 a sea-fish, Coryphaena hippurus, Epich.51, Arist.HA 543a23, Numen. ap. Ath.7.304d, Opp.H.1.184.    2 a kind of insect, Ael.NA15.1.    3 = ἵππουρις 11.2, Hippiatr.27.

German (Pape)

[Seite 1261] ὁ (eigtl. mit einem Roßschweise), – a) ein Fisch, Ath. VII, 304 c; Arist. H. A. 5, 10. 8, 15; Opp. H. 1, 184; vgl. ἱππουρεύς. – b) bei Ael. H. A. 15, 1 ein Insekt.

Greek (Liddell-Scott)

ἵππουρος: -ον, (οὐρὰ) ἔχων οὐρὰν ἵππου, 1) θαλάσσιός τις ἰχθύς, ὁ καὶ ἱππουρεὺς καὶ κορύφαινα καλούμενος, coryphaena hippūrus, Ἐπίχ. 40 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10. 20· ὁ Ὀππιανὸς (Ἀλ. 1. 184 καὶ 4, 404) καταλέγει τὸν ἰχθὺν τοῦτον ἐν τοῖς κητώδεσιν. 2) εἶδος ἐντόμου, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à queue de cheval;
subst.ἵππουρος;
1 sorte d’insecte;
2 sorte de poisson;
3 sorte de plante.
Étymologie: ἵππος, οὐρά.

Greek Monolingual

ἵππουρος, -ον (ΑΜ) ίππουρις
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ό ἵππουρος
είδος φυτού
αρχ.
1. αυτός που έχει ουρά ίππου
2. το αρσ. ως ουσ.ἵππουρος
α) είδος θαλάσσιου ψαριού
β) είδος εντόμου
γ) είδος υδρόβιου φυτού, αλλ. ίππουρις.

Russian (Dvoretsky)

ἵππουρος: рыба золотая макрель (Coryphaena hippurus) Arst.