μαγγώνω: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(23) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[μαγκώνω]]<br /><b>1.</b> [[συσφίγγω]], [[συμπιέζω]] [[κάτι]] [[δυνατά]], [[συνθλίβω]] («η [[μηχανή]] μού μάγγωσε τα δάχτυλα»)<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]] («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, [[αλλά]] στο [[τέλος]] τον μάγγωσαν»)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε αδιέξοδο, τον [[πιέζω]], τον [[στριμώχνω]]<br /><b>4.</b> (για περιστρεφόμενα η παλινδρομικά κινούμενα εξαρτήματα) [[παθαίνω]] [[εμπλοκή]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαγγωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[αδύναμος]] να ενεργήσει ή να μιλήσει λόγω δειλίας ή αμηχανίας, [[αμίλητος]], [[συνεσταλμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>μαγγανώνω</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάγγανο]], με [[απλολογία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιφορεύς]] | |mltxt=και [[μαγκώνω]]<br /><b>1.</b> [[συσφίγγω]], [[συμπιέζω]] [[κάτι]] [[δυνατά]], [[συνθλίβω]] («η [[μηχανή]] μού μάγγωσε τα δάχτυλα»)<br /><b>2.</b> [[συλλαμβάνω]], [[πιάνω]] («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, [[αλλά]] στο [[τέλος]] τον μάγγωσαν»)<br /><b>3.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε αδιέξοδο, τον [[πιέζω]], τον [[στριμώχνω]]<br /><b>4.</b> (για περιστρεφόμενα η παλινδρομικά κινούμενα εξαρτήματα) [[παθαίνω]] [[εμπλοκή]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>μαγγωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[αδύναμος]] να ενεργήσει ή να μιλήσει λόγω δειλίας ή αμηχανίας, [[αμίλητος]], [[συνεσταλμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>μαγγανώνω</i> <span style="color: red;"><</span> [[μάγγανο]], με [[απλολογία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιφορεύς]] > [[αμφορεύς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:16, 15 January 2019
Greek Monolingual
και μαγκώνω
1. συσφίγγω, συμπιέζω κάτι δυνατά, συνθλίβω («η μηχανή μού μάγγωσε τα δάχτυλα»)
2. συλλαμβάνω, πιάνω («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, αλλά στο τέλος τον μάγγωσαν»)
3. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, τον πιέζω, τον στριμώχνω
4. (για περιστρεφόμενα η παλινδρομικά κινούμενα εξαρτήματα) παθαίνω εμπλοκή
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγγωμένος, -η, -ο
αδύναμος να ενεργήσει ή να μιλήσει λόγω δειλίας ή αμηχανίας, αμίλητος, συνεσταλμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μαγγανώνω < μάγγανο, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].