κάμπια: Difference between revisions
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
(19) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κάμπη]], η (AM [[κάμπη]])<br />[[είδος]] εντόμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το σκωληκόμορφο [[νεογνό]] τών λεπιδόπτερων εντόμων (πεταλούδες), από τη [[στιγμή]] που θα εκκολαφθεί ώς τη μεταμόρφωσή του σε [[χρυσαλλίδα]]<br /><b>2.</b> ειδικά η [[επιβλαβής]] [[κάμπια]] τών πεύκων (κνηθοκάμπη)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> «[[κάμπη]] κολική» — το [[σημείο]] όπου κάμπτεται το παχύ [[έντερο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>επιγρ.</b> [[κόσμημα]] που μοιάζει με [[κάμπια]]<br /><b>2.</b> η [[κάμπια]] του μεταξοσκώληκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το [[κάμπη]] παράγωγο του ρ. [[κάμπτω]], [[πράγμα]] που μπορεί να αληθεύει, αν η λ. δεν [[είναι]] [[απλώς]] [[συγγενής]], αναγόμενη στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] <i>kam</i>-<i>p</i>- «[[κάμπτω]]», [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>kapana</i> «[[κάμπια]]» και το λεττον. <i>kape</i> «[[χρυσαλλίδα]], [[κάμπια]]». Το νεοελλ. [[κάμπια]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[κάμπη]] [[κατά]] τα θηλ. ουσ. σε -<i>α</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[φώκη]] | |mltxt=και [[κάμπη]], η (AM [[κάμπη]])<br />[[είδος]] εντόμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το σκωληκόμορφο [[νεογνό]] τών λεπιδόπτερων εντόμων (πεταλούδες), από τη [[στιγμή]] που θα εκκολαφθεί ώς τη μεταμόρφωσή του σε [[χρυσαλλίδα]]<br /><b>2.</b> ειδικά η [[επιβλαβής]] [[κάμπια]] τών πεύκων (κνηθοκάμπη)<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> «[[κάμπη]] κολική» — το [[σημείο]] όπου κάμπτεται το παχύ [[έντερο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>επιγρ.</b> [[κόσμημα]] που μοιάζει με [[κάμπια]]<br /><b>2.</b> η [[κάμπια]] του μεταξοσκώληκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το [[κάμπη]] παράγωγο του ρ. [[κάμπτω]], [[πράγμα]] που μπορεί να αληθεύει, αν η λ. δεν [[είναι]] [[απλώς]] [[συγγενής]], αναγόμενη στην [[ίδια]] ΙΕ [[ρίζα]] <i>kam</i>-<i>p</i>- «[[κάμπτω]]», [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>kapana</i> «[[κάμπια]]» και το λεττον. <i>kape</i> «[[χρυσαλλίδα]], [[κάμπια]]». Το νεοελλ. [[κάμπια]] [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[κάμπη]] [[κατά]] τα θηλ. ουσ. σε -<i>α</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[φώκη]] > [[φώκια]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 15 January 2019
Greek Monolingual
και κάμπη, η (AM κάμπη)
είδος εντόμου
νεοελλ.
1. το σκωληκόμορφο νεογνό τών λεπιδόπτερων εντόμων (πεταλούδες), από τη στιγμή που θα εκκολαφθεί ώς τη μεταμόρφωσή του σε χρυσαλλίδα
2. ειδικά η επιβλαβής κάμπια τών πεύκων (κνηθοκάμπη)
2. ανατ. «κάμπη κολική» — το σημείο όπου κάμπτεται το παχύ έντερο
αρχ.
1. επιγρ. κόσμημα που μοιάζει με κάμπια
2. η κάμπια του μεταξοσκώληκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το κάμπη παράγωγο του ρ. κάμπτω, πράγμα που μπορεί να αληθεύει, αν η λ. δεν είναι απλώς συγγενής, αναγόμενη στην ίδια ΙΕ ρίζα kam-p- «κάμπτω», οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. kapana «κάμπια» και το λεττον. kape «χρυσαλλίδα, κάμπια». Το νεοελλ. κάμπια είναι μεταπλασμένος τ. του κάμπη κατά τα θηλ. ουσ. σε -α (πρβλ. φώκη > φώκια)].