αρτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτήρ]] (-ῆρος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] [[υποδημάτων]]<br /><b>2.</b> οποιαδήποτε [[διάταξη]] με την οποία μπορεί να ανυψωθεί ένα [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αρτήρ]] ανάλογα με την [[ονομασία]] της έχει και διαφορετική [[προέλευση]]. Με τη [[σημασία]] «[[είδος]] παπουτσιών» μπορεί να θεωρηθεί ότι ανάγεται στο ρ. [[αείρω]] (ΙΙ) «[[συνάπτω]], [[συνδέω]]» (&GT; [[αρτώ]] &GT; <i>αρτητήρ</i> &GT; [[αρτήρ]], με συλλαβική [[ανομοίωση]]), ενώ με τις άλλες σημασίες της η λ. [[πρέπει]] να έχει προέλθει από <i>αFερ</i>-<i>τήρ</i> (πρβλ. [[αείρω]] (Ι) «[[σηκώνω]]»)].
|mltxt=[[ἀρτήρ]] (-ῆρος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] [[υποδημάτων]]<br /><b>2.</b> οποιαδήποτε [[διάταξη]] με την οποία μπορεί να ανυψωθεί ένα [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αρτήρ]] ανάλογα με την [[ονομασία]] της έχει και διαφορετική [[προέλευση]]. Με τη [[σημασία]] «[[είδος]] παπουτσιών» μπορεί να θεωρηθεί ότι ανάγεται στο ρ. [[αείρω]] (ΙΙ) «[[συνάπτω]], [[συνδέω]]» (> [[αρτώ]] > <i>αρτητήρ</i> > [[αρτήρ]], με συλλαβική [[ανομοίωση]]), ενώ με τις άλλες σημασίες της η λ. [[πρέπει]] να έχει προέλθει από <i>αFερ</i>-<i>τήρ</i> (πρβλ. [[αείρω]] (Ι) «[[σηκώνω]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

ἀρτήρ (-ῆρος), ο (Α)
1. είδος υποδημάτων
2. οποιαδήποτε διάταξη με την οποία μπορεί να ανυψωθεί ένα βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αρτήρ ανάλογα με την ονομασία της έχει και διαφορετική προέλευση. Με τη σημασία «είδος παπουτσιών» μπορεί να θεωρηθεί ότι ανάγεται στο ρ. αείρω (ΙΙ) «συνάπτω, συνδέω» (> αρτώ > αρτητήρ > αρτήρ, με συλλαβική ανομοίωση), ενώ με τις άλλες σημασίες της η λ. πρέπει να έχει προέλθει από αFερ-τήρ (πρβλ. αείρω (Ι) «σηκώνω»)].