προσεπικτώμαι: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(34) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άομαι, ΜΑ<br />[[αποκτώ]] [[κάτι]] επιπροσθέτως («προσεπικτῶμαι τιμήν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προστίθεμαι]] επί [[πλέον]] («προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῑσι [[[τινάς]]]» | |mltxt=-άομαι, ΜΑ<br />[[αποκτώ]] [[κάτι]] επιπροσθέτως («προσεπικτῶμαι τιμήν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προστίθεμαι]] επί [[πλέον]] («προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῑσι [[[τινάς]]]»>, <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπικτῶμαι</i> «[[αποκτώ]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 15 January 2019
Greek Monolingual
-άομαι, ΜΑ
αποκτώ κάτι επιπροσθέτως («προσεπικτῶμαι τιμήν», Ιώσ.)
αρχ.
προστίθεμαι επί πλέον («προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῑσι [[[τινάς]]]»>, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπικτῶμαι «αποκτώ»].