Ἑλληνοταμίαι: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(1ab) |
m (Text replacement - "Beta Code=*" to "Beta Code=*") |
||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Hellēnotamiai | |Transliteration B=Hellēnotamiai | ||
|Transliteration C=Ellinotamiai | |Transliteration C=Ellinotamiai | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*(ellhnotami/ai | ||
|Definition=ῶν, οἱ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">stewards of Greece</b>, i.e. <b class="b2">treasurers of the Confederacy of Delos</b>, IG12.191.1, al., <span class="bibl">Antipho 5.69</span>, <span class="bibl">And.3.38</span>, <span class="bibl">Th.1.96</span>, etc.:—hence Ἑλληνο-τᾰμιεία, ἡ, their <b class="b2">office</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span> 5.5</span> (<b class="b3">-ταμία</b> codd.).</span> | |Definition=ῶν, οἱ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">stewards of Greece</b>, i.e. <b class="b2">treasurers of the Confederacy of Delos</b>, IG12.191.1, al., <span class="bibl">Antipho 5.69</span>, <span class="bibl">And.3.38</span>, <span class="bibl">Th.1.96</span>, etc.:—hence Ἑλληνο-τᾰμιεία, ἡ, their <b class="b2">office</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span> 5.5</span> (<b class="b3">-ταμία</b> codd.).</span> | ||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 11 February 2019
English (LSJ)
ῶν, οἱ,
A stewards of Greece, i.e. treasurers of the Confederacy of Delos, IG12.191.1, al., Antipho 5.69, And.3.38, Th.1.96, etc.:—hence Ἑλληνο-τᾰμιεία, ἡ, their office, X.Vect. 5.5 (-ταμία codd.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλληνοτᾰμίαι: -ῶν, οἱ ταμίαι τῶν Ἑλλήνων, δηλ. ἄρχοντες διοριζόμενοι ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων (477 π. Χ.) πρὸς εἴσπραξιν τῶν συνεισφορῶν τῶν Ἑλληνίδων πόλεων διὰ τὸν Περσικὸν πόλεμον, Ἀντιφῶν 137, 31, Συλλ. Ἐπιγρ. 76 (416 περίπου π. Χ.), κ. ἀλλ.· - τὸ ταμεῖον αὐτῶν ἦτο κατὰ πρῶτον ἐν Δήλῳ, ἀλλὰ μετηνέχθη ὑπὸ τοῦ Περικλέους εἰς Ἀθήνας, πρβλ. Ἀνδοκ. 28. 16, Θουκ. 1. 96· - περὶ ἑλληνοταμιῶν ἴδε καὶ Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 45. 7 (Blass), καὶ Ἁρπ. ἐν λέξει, προσέτι Πολυδ. Η΄, 114, Σουΐδ., Ἡσύχ., Ζωναρ. σ. 684 Α. Β. 188, 16, κτλ.· - τὸ ἀξίωμα αὐτῶν ἐκαλεῖτο Ἑλληνοταμία (ἢ κάλλιον Ἑλληνοταμιεία), ἡ, Ξεν. Πόροι 5, 5.
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
Hellénotames, collecteurs et administrateurs des impositions levées, au nom d’Athènes, sur les cités grecques, pour la défense commune contre les Perses.
Étymologie: Ἕλλην, ταμίας.
Greek Monotonic
Ἑλληνοτᾰμίαι: -ων, οἱ, οι ταμίες, οι εισπράκτορες των Ελλήνων, δηλ. άρχοντες που έχουν οριστεί από τους Αθηναίους (477 π.Χ.) για την είσπραξη των συνεισφορών που κατέβαλαν οι ελληνικές συμμαχικές πόλεις-κράτη κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Ἑλληνοτᾰμίαι: ῶν οἱ эллинотамии (афинские должностные лица, заведовавшие денежными средствами общегреческого союза, организованного для отражения персидского нашествия) Thuc., Arst., Plut.
Middle Liddell
the stewards of Greece, i. e. officers appointed by Athens B. C. 477 to levy the contributions paid by the Greek states towards the Persian war, Thuc.