επιμελής: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
(13) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (AM [[ἐπιμελής]], -ές) [[επιμελούμαι]]<br />αυτός που ασχολείται με ιδιαίτερη [[φροντίδα]] με [[κάτι]], [[εργατικός]] (α. «[[επιμελής]] [[μαθητής]]» β. «ἐπιμελὴς ἀγαθῶν», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ [[προθύμως]] [[μανθάνω]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο φροντίζει [[κανείς]] («ἀλλὰ οἱ | |mltxt=-ές (AM [[ἐπιμελής]], -ές) [[επιμελούμαι]]<br />αυτός που ασχολείται με ιδιαίτερη [[φροντίδα]] με [[κάτι]], [[εργατικός]] (α. «[[επιμελής]] [[μαθητής]]» β. «ἐπιμελὴς ἀγαθῶν», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ [[προθύμως]] [[μανθάνω]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο φροντίζει [[κανείς]] («ἀλλὰ οἱ τοῦτ’ ἧν ἐπιμελές», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμόδιος]], [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιμελές</i><br />η [[προσοχή]], η [[περιέργεια]], ο [[σκοπός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπιμελής, -ές) επιμελούμαι
αυτός που ασχολείται με ιδιαίτερη φροντίδα με κάτι, εργατικός (α. «επιμελής μαθητής» β. «ἐπιμελὴς ἀγαθῶν», Πλάτ.
γ. «ἢν ἐπιμελὴς ὦ καὶ προθύμως μανθάνω», Αριστοφ.)
αρχ.
1. αυτός για τον οποίο φροντίζει κανείς («ἀλλὰ οἱ τοῦτ’ ἧν ἐπιμελές», Ηρόδ.)
2. αρμόδιος, πρόσφορος, κατάλληλος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμελές
η προσοχή, η περιέργεια, ο σκοπός.