γαλακτοῦχος: Difference between revisions
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
(7) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α | |mltxt=-ο (Α γαλακτοῦχος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που περιέχει [[γάλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[μητέρα]] ή τροφό) αυτή που έχει [[γάλα]] για να θηλάσει το [[νεογνό]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γάλα]](-<i>κτος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 15 February 2019
English (LSJ)
ον, (ἔχω)
A having or sucking milk, Poll.3.50.
German (Pape)
[Seite 471] Milch habend, säugend, Poll. 3, 50.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ ἔχων γάλα, ὁ γάλακτι τρέφων, Πολυδ. Γ΄, 50.
Greek Monolingual
-ο (Α γαλακτοῦχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που περιέχει γάλα
αρχ.
(για μητέρα ή τροφό) αυτή που έχει γάλα για να θηλάσει το νεογνό της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -ουχος < έχω].