καπηλειό: Difference between revisions
From LSJ
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
(19) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και καπηλείο(ν), καπουλειό και [[καπελειό]], το (AM καπηλεῑον)<br />[[οινοπωλείο]], [[ταβέρνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[κατάστημα]] πώλησης αναγκαίων, μικρό [[παντοπωλείο]] («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ | |mltxt=και καπηλείο(ν), καπουλειό και [[καπελειό]], το (AM καπηλεῑον)<br />[[οινοπωλείο]], [[ταβέρνα]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό [[κατάστημα]] πώλησης αναγκαίων, μικρό [[παντοπωλείο]] («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῦ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καπηλειό]] <span style="color: red;"><</span> <i>καπηλεῖο</i>(<i>ν</i>) <span style="color: red;"><</span> [[κάπηλος]]. Ο τ. [[καπελειό]] <span style="color: red;"><</span> [[καπηλειό]] με [[επίδραση]] του [[κάπελας]], ο δε τ. <i>καπουλειό</i> με [[επίδραση]] τών ουσ. σε -<i>πουλειό</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>πωλειό</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κρασοπουλειό]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 15 February 2019
Greek Monolingual
και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῑον)
οινοπωλείο, ταβέρνα
αρχ.
μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῦ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος. Ο τ. καπελειό < καπηλειό με επίδραση του κάπελας, ο δε τ. καπουλειό με επίδραση τών ουσ. σε -πουλειό < -πωλειό (πρβλ. κρασοπουλειό)].