καληώρα: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καληώρα]] (Μ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ευχετική επιφωνηματική [[έκφραση]] («να [[είναι]] καλή η ώρα μου, σου, του» <b>κ.λπ.</b>) που χρησιμοποιείται όταν μια επιτυχημένη [[ενέργεια]] ή ένα [[γεγονός]] που σχετίζεται με κάποια πρόσωπα επαναλαμβάνεται τυχαία ή [[κατά]] ευτυχή [[σύμπτωση]] («κέρδισες τη [[δίκη]], όπως [[καληώρα]] ο [[πατέρας]] σου [[τότε]]» ή και «ο [[πατέρας]] σου [[τότε]] είχε κερδίσει τη [[δίκη]], όπως [[καληώρα]] κι εσύ [[τώρα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(με γεν. προσ. και το αναφ. [ὁ]πού, ἁπού <b>κ.λπ.</b>) [[ευτυχισμένος]] [[εκείνος]] που... («[[καληώρα]] κείνου του θνητού ἁποὺ τὸ διάβαν βρίσκει 'ς | |mltxt=[[καληώρα]] (Μ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ευχετική επιφωνηματική [[έκφραση]] («να [[είναι]] καλή η ώρα μου, σου, του» <b>κ.λπ.</b>) που χρησιμοποιείται όταν μια επιτυχημένη [[ενέργεια]] ή ένα [[γεγονός]] που σχετίζεται με κάποια πρόσωπα επαναλαμβάνεται τυχαία ή [[κατά]] ευτυχή [[σύμπτωση]] («κέρδισες τη [[δίκη]], όπως [[καληώρα]] ο [[πατέρας]] σου [[τότε]]» ή και «ο [[πατέρας]] σου [[τότε]] είχε κερδίσει τη [[δίκη]], όπως [[καληώρα]] κι εσύ [[τώρα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(με γεν. προσ. και το αναφ. [ὁ]πού, ἁπού <b>κ.λπ.</b>) [[ευτυχισμένος]] [[εκείνος]] που... («[[καληώρα]] κείνου του θνητού ἁποὺ τὸ διάβαν βρίσκει 'ς τοῦτον τὸν [[ἄγριον]] ποταμόν, ὁποὺ ζωὴν τὸν λέγουν», Κυπρ. ερωτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>καλή</i>(<i>ν</i>) <i>ώρα</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 15 February 2019
Greek Monolingual
καληώρα (Μ)
νεοελλ.
ευχετική επιφωνηματική έκφραση («να είναι καλή η ώρα μου, σου, του» κ.λπ.) που χρησιμοποιείται όταν μια επιτυχημένη ενέργεια ή ένα γεγονός που σχετίζεται με κάποια πρόσωπα επαναλαμβάνεται τυχαία ή κατά ευτυχή σύμπτωση («κέρδισες τη δίκη, όπως καληώρα ο πατέρας σου τότε» ή και «ο πατέρας σου τότε είχε κερδίσει τη δίκη, όπως καληώρα κι εσύ τώρα»)
μσν.
(με γεν. προσ. και το αναφ. [ὁ]πού, ἁπού κ.λπ.) ευτυχισμένος εκείνος που... («καληώρα κείνου του θνητού ἁποὺ τὸ διάβαν βρίσκει 'ς τοῦτον τὸν ἄγριον ποταμόν, ὁποὺ ζωὴν τὸν λέγουν», Κυπρ. ερωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλή(ν) ώρα].