κατάπληξη: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(19) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[κατάπληξις]]) [[καταπλήσσω]]<br />[[έκπληξη]], [[θάμπωμα]], [[σάστισμα]], [[έκσταση]], [[ισχυρός]] [[θαυμασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σεβασμός]] («[[κατάπληξις]] και [[καταξίωσις]] | |mltxt=η (Α [[κατάπληξις]]) [[καταπλήσσω]]<br />[[έκπληξη]], [[θάμπωμα]], [[σάστισμα]], [[έκσταση]], [[ισχυρός]] [[θαυμασμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σεβασμός]] («[[κατάπληξις]] και [[καταξίωσις]] τοῦ Ρωμαίων πολιτεύματος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> (για μάτια) [[στύλωμα]], [[προσήλωση]], [[θάμπωμα]]<br /><b>3.</b> [[μεγάλη]] [[ντροπή]], [[καταισχύνη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 15 February 2019
Greek Monolingual
η (Α κατάπληξις) καταπλήσσω
έκπληξη, θάμπωμα, σάστισμα, έκσταση, ισχυρός θαυμασμός
αρχ.
1. σεβασμός («κατάπληξις και καταξίωσις τοῦ Ρωμαίων πολιτεύματος», Πολ.)
2. (για μάτια) στύλωμα, προσήλωση, θάμπωμα
3. μεγάλη ντροπή, καταισχύνη.