λιπαρώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(23)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λιπαρῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[αντιστέκομαι]] επίμονα, [[επιμένω]], [[εμμένω]] («λιπαρήσωμεν οὕτω, [[ὅκως]] ἂν ἔχωμεν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]] με [[επιμονή]], [[γίνομαι]] [[φορτικός]] με τα παρακάλια μου<br /><b>3.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον θερμά να κάνει [[κάτι]] (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον... λῡσαί με δεσμῶν τῶνδε», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τοῡ με χρείας ὧδε λιπαρεῑς τυχεῑν;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[καταλιπαρώ]]].
|mltxt=λιπαρῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[αντιστέκομαι]] επίμονα, [[επιμένω]], [[εμμένω]] («λιπαρήσωμεν οὕτω, [[ὅκως]] ἂν ἔχωμεν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]] με [[επιμονή]], [[γίνομαι]] [[φορτικός]] με τα παρακάλια μου<br /><b>3.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον θερμά να κάνει [[κάτι]] (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον... λῡσαί με δεσμῶν τῶνδε», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῑς τυχεῑν;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[καταλιπαρώ]]].
}}
}}

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Greek Monolingual

λιπαρῶ, -έω (Α)
1. αντιστέκομαι επίμονα, επιμένω, εμμένω («λιπαρήσωμεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν», Ηρόδ.)
2. παρακαλώ, ικετεύω με επιμονή, γίνομαι φορτικός με τα παρακάλια μου
3. παρακαλώ κάποιον θερμά να κάνει κάτι (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον... λῡσαί με δεσμῶν τῶνδε», Αισχύλ.
β. «τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῑς τυχεῑν;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καταλιπαρώ].